- αντεπαφίημι
- ἀντεπαφίημι (Α)εξαπολύω κάποιον εναντίον άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεπαφεῖναι — ἀντεπαφίημι let go aor inf act ἀντεπαφίημι let go aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek